άϊντε

άϊντε
αϊντέστε см. άντε

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "άϊντε" в других словарях:

  • άιντε — προτρεπτικό μόριο, εμπρός!: Άιντε, παιδιά μου, και φτάσαμε! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άιντε — και άντε πληθ. αϊντέστε και αντέστε (επιφώνημα παρακελευσματικό) ας, έλα, ελάτε, εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγετε, προστακτ. τού ρήμ. άγω*] …   Dictionary of Greek

  • άντε — επιφών. 1. (παρακελευσματικό) άιντε* 2. (ειρωνικά ή περιφρονητικά) «άντε!», «καλέ άντε» ή «καλέ άντες»! [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άντε κατά συγκοπή του άιντε*] …   Dictionary of Greek

  • άντε — και άιντε και άμε και άντες επιφώνημα που σημαίνει παρακίνηση, εμπρός, πήγαινε: Άντε να πάμε βόλτα. – Άιντε στο καλό. – Άμε να δεις ποιος είναι. – Άντες να πηγαίνουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • άμε — (πληθ. άμετε και αμέτε πήγαινε, φύγε (πληθ. πηγαίνετε, φύγετε). [ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο παρακελευσματικό, β΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (άμε, άμετε). Ετυμολογικά οι τ. άμε άμετε είναι ρηματικής προελεύσεως. Συγκεκριμένα το μόριο άμε προήλθε από την… …   Dictionary of Greek

  • παρακελευσματικός — ή, ό / παρακελευσματικός, ή, όν, ΝΜ [παρακέλευσμα, ατος] προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής νεοελλ. φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • έγια! — επιφ. προτρεπτικό, εμπρός, άιντε (λέγεται όταν εργάτες ομαδικά ανυψώνουν βάρη ή ναύτες κωπηλατούν ρυθμικά): Έγια μόλα, έγια λέσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλα — β εν. προστ. αορ. του ρ. έρχομαι (ελάτε β πληθ.) 1. να έρθεις, κόπιασε. 2. (με σημασία προτροπής) ως επίρρ., εμπρός! άιντε!: Έλα, Πέτρο, μ ακούς τώρα στο τηλέφωνο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»